αδενοσίνη, τριφωσφορική — Χημική ενέργεια, η οποία αποθηκεύει ενέργεια στους μύες. Η ενέργεια απελευθερώνεται όταν η ένωση διασπάται … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… … Dictionary of Greek
αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή … Dictionary of Greek
γλυκόλυση — Η ενζυμική αποικοδόμηση της γλυκόζης που συνοδεύεται από απελευθέρωση ενέργειας. Η γ. είναι μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες που χρησιμοποιεί το κύτταρο για την παραγωγή ΑΤΡ (τριφωσφορική αδενοσίνη), που είναι η πιο σπουδαία ένωση υψηλής… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… … Dictionary of Greek
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
κινάσες — Σημαντική κατηγορία ενζύμων που ανήκουν στις τρανσφεράσες, δηλαδή σε εκείνη την ομάδα ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά χημικών ομάδων από μία ουσία σε άλλη. Οι κ. είναι υπεύθυνες για την φωσφορυλίωση των υποστρωμάτων τους, μέσω της μεταφοράς… … Dictionary of Greek
Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… … Dictionary of Greek