αδενοσίνη

αδενοσίνη
Νουκλεοτίδιο, γλυκοζίτης δηλαδή της ριβόζης με αδενίνη, και μάλιστα το β. γλυκοζιτικό νουκλεοτίδιο από D-ριβόζη και αδενίνη, που προέρχεται από την υδρόλυση των νουκλεϊνικών οξέων. Η επιστημονική ονομασία της είναι α-β-ριβο-φουρανοζικο-αδενίνη. Κρυσταλλώνεται από υδατικά διαλύματα με μορφή λευκών βελονών με μεταξένια λάμψη. Είναι ευδιάλυτη στο ζεστό νερό και δυσδιάλυτη στο οινόπνευμα και στον αιθέρα. Χρησιμοποιείται στην ιατρική ως αγγειοδιασταλτικό μέσο, σε περιπτώσεις εξασθένησης της καρδιάς. Η αδενοσίνη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1909 από τους Λεβέν και Γιάκομπς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδενοσίνη, τριφωσφορική — Χημική ενέργεια, η οποία αποθηκεύει ενέργεια στους μύες. Η ενέργεια απελευθερώνεται όταν η ένωση διασπάται …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… …   Dictionary of Greek

  • αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή …   Dictionary of Greek

  • γλυκόλυση — Η ενζυμική αποικοδόμηση της γλυκόζης που συνοδεύεται από απελευθέρωση ενέργειας. Η γ. είναι μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες που χρησιμοποιεί το κύτταρο για την παραγωγή ΑΤΡ (τριφωσφορική αδενοσίνη), που είναι η πιο σπουδαία ένωση υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κινάσες — Σημαντική κατηγορία ενζύμων που ανήκουν στις τρανσφεράσες, δηλαδή σε εκείνη την ομάδα ενζύμων που καταλύουν τη μεταφορά χημικών ομάδων από μία ουσία σε άλλη. Οι κ. είναι υπεύθυνες για την φωσφορυλίωση των υποστρωμάτων τους, μέσω της μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”